вводи - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

вводи - translation to Αγγλικά


вводи      
adv.
introducing, if we introduce
вводить      

см. тж. которому ввели


• The medicine is administered to the patients (or into the organism).


• Gadolinium is incorporated in plastic scintillators.


• The tracer is injected into a vein.


• We insert information into the wire.


• The probe can easily be inserted into the body.


• The gas could be introduced into the system.


Slip the instrument into the cylinder.


• The fuel is injected into the chamber.


• All materials affect a magnetic field in(to) which they are inserted.


• A group of volunteers received injections of the labelled morphine.


• The tracer is infused intravenously.


• We insert (or introduce) an arbitrary scale factor in(to) T[sub]1[/sub][sup]3[/sup].

вводить      
ввести
v.
introduce, input
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για вводи
1. И тут хоть вводи конфискацию имущества в Уголовный кодекс, хоть вводи пожизненную конфискацию с пролонгированным расстрелом по пятницам - бессмысленно.
2. "Если ты публичная компания, то раскрывай информацию, вводи механизмы учета и контроля.
3. Какие меры ни вводи, без ужесточения денежной политики ничего не получится",-- заявил господин Вавилов.
4. Есть старая поговорка - плохо не клади, в грех вора не вводи.
5. Так вон сколько молодежи перспективной было, все карты в руки - обучай, вводи постепенно в состав.
Μετάφραση του &#39вводи&#39 σε Αγγλικά